- στομφασμός
- στομφασμόςcreation of a mouth-filling wordmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στομφασμός — ὁ, ΜΑ [στομφάζω] 1. στομφώδης, πομπώδης έκφραση 2. η προσθήκη ηχηρών φθόγγων στις λέξεις, όπως λ.χ. αφασία / αμφασία, γνάπτω / γνάμπτω … Dictionary of Greek
στομφασμοί — στομφασμός creation of a mouth filling word masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμοῦ — στομφασμός creation of a mouth filling word masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφασμόν — στομφασμός creation of a mouth filling word masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)